Έγινε στις 4.7.2011 σεμινάριο με θέμα "Εμπορία Προσώπων και το Νομικό Πλαίσιο στην Κύπρο". Συνδιοργανωτές του σεμιναρίου ήταν το Γραφείο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στην Κύπρο, το Ανώτατο Δικαστήριο και ο Παγκύπριος Δικηγορικός Σύλλογος.

Ομιλιτής στο Σεμινάριο ήταν ο Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου κ. Μύρων Νικολάτος.

Το κείμενο τής ομιλίας του παρατίθεται πιο κάτω.

ΕΜΠΟΡΙΑ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ.



ΟΜΙΛΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΔΙΚΑΣΤΗ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

ΜΥΡΩΝΑ ΝΙΚΟΛΑΤΟ

ΘΕΜΑ: «Η ΕΜΠΟΡΙΑ ΠΡΟΣΩΠΩΝ: Η ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ».

4 Ιουλίου 2011.




Η εμπορία προσώπων έχει λάβει διεθνώς μεγάλες διαστάσεις και θεωρείται ένα από τα σοβαρότερα εγκλήματα που διαπράσσονται στο πλαίσιο του οργανωμένου εγκλήματος. Το παλιό δουλεμπόριο έχει μετεξελιχθεί σήμερα σε μια ιδιαίτερα οργανωμένη επιχείρηση που εμπορεύεται και εκμεταλλεύεται ανθρώπους και καταγράφεται ως η τρίτη πιο προσοδοφόρα μορφή εγκληματικής δραστηριότητας παγκοσμίως μετά την εμπορία όπλων και ναρκωτικών.

Με βάση το Πρωτόκολλο του Παλέρμο, ο ορισμός της εμπορίας προσώπων συνίσταται στη στρατολόγηση, μετακίνηση, μεταφορά υπόθαλψη ή παραλαβή προσώπων η οποία πραγματοποιείται με αθέμιτα μέσα, όπως απειλές ή χρήση βίας ή με άλλες μορφές εξαναγκασμού, απαγωγής, εξαπάτησης, απατηλών τεχνασμάτων, κατάχρησης εξουσίας ή εκμετάλλευσης της ευάλωτης θέσης του θύματος, καθώς και με παροχή ή αποδοχή χρηματικών ποσών ή ωφελημάτων για την απόσπαση συναίνεσης προσώπου που έχει εξουσία πάνω σε άλλον πρόσωπο, με απώτερο σκοπό τη σεξουαλική ή την εργασιακή εκμετάλλευση του θύματος ,την αναγκαστική εργασία, την υποχρεωτική παροχή υπηρεσιών, τη δουλεία, την 14

οικιακή δουλεία ή άλλες μορφές εκμετάλλευσης μεταξύ των οποίων και την αφαίρεση ανθρωπίνων οργάνων.

Το υψηλό επίπεδο των παραγόμενων κερδών αποτελεί αναμφίβολα σημαντική κινητήρια δύναμη του φαινομένου, που υποθάλπεται παράλληλα από τη ζήτηση σεξουαλικών υπηρεσιών και φθηνού εργατικού δυναμικού.

Πρωταρχικό παράγοντα διατήρησης του φαινομένου αποτελεί η ευάλωτη θέση του θύματος είτε αυτή οφείλεται σε οικονομικούς είτε σε κοινωνικούς παράγοντες όπως φτώχεια , διακρίσεις φύλου, ένοπλες συγκρούσεις, ενδοοικογενειακή βία, καθώς και οι προσωπικές του περιστάσεις όπως ηλικία, καταστάσεις υγείας ή τυχόν αναπηρίες. Η οικονομική εξαθλίωση, η ανεργία, η άγνοια, το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο καθώς και οι χαλαρές κρατικές δομές διευκολύνουν ιδιαίτερα το έργο των δραστών.

Θύματα των σημερινών μορφών δουλείας είναι κυρίως γυναίκες και παιδιά αλλά ακόμα και άνδρες. Συνήθως οι γυναίκες είναι θύματα σεξουαλικής εκμετάλλευσης. Όσον αφορά στην εμπορία ανθρώπων με σκοπό την εκμετάλλευση στην εργασία, θύμα μπορεί να είναι οποιοδήποτε άτομο ανεξαρτήτως φύλου και ηλικίας.

Ιδιαίτερα ευάλωτα, όσον αφορά την εμπορία προσώπων, είναι τα παιδιά που μεγαλώνουν στους δρόμους, τα ορφανά, τα παιδιά που κατοικούν στην ύπαιθρο, τα ασυνόδευτα παιδιά, τα παιδιά πρόσφυγες. Σύμφωνα με τη UNICEF, περίπου 2 εκατομμύρια παιδιά χρησιμοποιούνται από τη «βιομηχανία του σεξ» κάθε χρόνο, ενώ επιστημονικές έρευνες στην Ευρώπη υπολογίζουν ότι μεταξύ 10-20% των παιδιών θα κακοποιηθούν σεξουαλικά κατά την παιδική τους ηλικία. Τα παιδιά εξαναγκάζονται επίσης στην επαιτεία, στη ζητιανιά και στην κλοπή. Στρατολογούνται ακόμη και σε ένοπλες συρράξεις, ως μαχητές και χρησιμοποιούνται ως αγγελιοφόροι, κλητήρες, μάγειρες και για την παροχή σεξουαλικών υπηρεσιών.

Κοινός παρανομαστής όλων των μορφών εκμετάλλευσης που συνδέονται με την εμπορία προσώπων είναι η κατάφωρη παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, γεγονός που άμεσα συνδέει το έγκλημα αυτό με όλα τα νομοθετικά κείμενα που, σε διεθνές επίπεδο, διασφαλίζουν την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Το εμπόριο ανθρώπων αποτελεί ακραία περίπτωση παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Στην οικουμενική Διακήρυξη Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του 1948 αναγνωρίστηκε η πανανθρώπινη αξία ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ελεύθεροι και ίσοι χωρίς διάκριση ως προς τη φυλή, το χρώμα, το φύλο, τη θρησκεία, τις πολιτικές πεποιθήσεις, την καταγωγή, την περιουσία ή οτιδήποτε άλλο. Στο άρθρο 4 διακηρύσσεται ότι κανείς δεν πρέπει να βρίσκεται σε κατάσταση δουλείας, καταναγκασμού ή να παρέχει υποχρεωτικά τις υπηρεσίας του σε δουλεμπόριο.

Η ιστορική αυτή Διακήρυξη αποτέλεσε, σε βάθος χρόνου, τη βάση για την υπογραφή πολλών άλλων Διεθνών Συμβάσεων, Διακηρύξεων, Ψηφισμάτων και Αποφάσεων που αφορούν ειδικά στην προστασία από τις δυσμενείς διακρίσεις σε βάρος των γυναικών, την παράνομη διακίνηση, την εμπορία και εκμετάλλευση προσώπων (ιδίως γυναικών και παιδιών), με αποτέλεσμα να έχει διαμορφωθεί σήμερα ένα ισχυρό διεθνές νομικό πλαίσιο για την καταπολέμηση και εξάλειψη του φαινομένου της παράνομης διακίνησης και εμπορίας προσώπων.

Κύριο κείμενο αναφοράς για τη νομική ρύθμιση του φαινομένου της εμπορίας ανθρώπων σε παγκόσμιο επίπεδο αποτελεί το γνωστό Πρωτόκολλο του Παλέρμο για την πρόληψη, καταστολή και τιμωρία της εμπορίας ανθρώπων ιδίως γυναικών και παιδιών, το οποίο συμπληρώνει τη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά του οργανωμένου εγκλήματος.

Το πρωτόκολλο αποτέλεσε την πρώτη ολοκληρωμένη διεθνή νομική πράξη που ασχολείται με την εμπορία ανθρώπων. Οι μορφές που μπορεί να λάβει η εμπορία ανθρώπων, υπό τη μορφή της σεξουαλικής και οικονομικής εκμετάλλευσης, προβλέπονται στον ορισμό του ομώνυμου εγκλήματος όπως αυτός έχει υιοθετηθεί από το πρωτόκολλο.

Βασικό νομοθετικό κείμενο αποτελεί και η Σύμβαση για την ανάληψη δράσης κατά της εμπορίας ανθρώπων που υιοθετήθηκε το Μάιο του 2005 στα πλαίσια του Συμβουλίου της Ευρώπης και παρέχει ένα ολοκληρωμένο συνεκτικό πλαίσιο που καλύπτει την πρόληψη, τη συνεργασία, μεταξύ διαφόρων παραγόντων, την παροχή συνδρομής στα θύματα, καθώς και την υποχρέωση ποινικοποίησης της εμπορίας ανθρώπων.

Η Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης κατά του Εγκλήματος μέσω του Διαδικτύου αντανακλά τη συνεχιζόμενη ανησυχία της Διεθνούς Κοινότητας για την πάταξη της εκμετάλλευσης και ειδικότερα της σεξουαλικής εκμετάλλευσης των παιδιών, από την αυξανόμενη διάδοση της παιδικής πορνογραφίας και ειδικότερα από την παρατηρούμενη ευκολία διακίνησης τέτοιου υλικού μέσω του διαδικτύου όπου η ανωνυμία διαφυλάσσει την εύκολη διάδοση, χωρίς μεγάλη δυνατότητα εντοπισμού των εμπλεκομένων.

Πολύ σημαντική, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, είναι και η νομική δράση της Ευρωπαϊκής Ένωσης η οποία εξέδωσε διάφορες συστάσεις και αποφάσεις πλαίσια σχετικά με την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων. Επίσης έχει εκδώσει την Οδηγία 2004/81/ΕΚ σχετικά με τη χορήγηση αδειών παραμονής στα θύματα της εμπορίας ανθρώπων, υπηκόους τρίτων χωρών.


Κυπριακή εμπειρία

Το πρόβλημα της εμπορίας προσώπων έχει πάρει ανησυχητικές διαστάσεις και στη χώρα μας. Η σεξουαλική εκμετάλλευση γυναικών και το εμπόριο που τη συνοδεύει, εξακολουθεί να αποτελεί σκοτεινό σημείο της κυπριακής ζωής.

Το Νοέμβριο του 2003, η Επίτροπος Διοικήσεως δημοσίευσε έκθεση με αφορμή τις συνθήκες κάτω από τις οποίες η καλλιτέχνιδα Roxana Rantseva έχασε τη ζωή της καθώς και με αφορμή παρόμοια περιστατικά που είδαν το φως της δημοσιότητας και αφορούσαν σε κακοποιήσεις ή θανάτους αλλοδαπών γυναικών που ήλθαν στην Κύπρο με την ιδιότητα της “καλλιτέχνιδας”.

Σύμφωνα με την έκθεση , από τα μέσα της δεκαετίας του 70 χιλιάδες νεαρές αλλοδαπές γυναίκες ήρθαν νομότυπα στην Κύπρο με την ιδιότητα της “καλλιτέχνιδας” για να εργασθούν, στην ουσία, ως πόρνες.

Στις αρχές της δεκαετίας του 80 οι καθ΄ ύλην αρμόδιες υπηρεσίες προσπάθησαν να καθορίσουν και να εφαρμόσουν αυστηρότερα κριτήρια ως προς την είσοδο των ξένων καλλιτέχνιδων στην Κύπρο. Επρόκειτο για κριτήρια και διαδικασίες, που στόχευαν αφενός στο να υπάρξει αποτελεσματικότερος μεταναστευτικός έλεγχος και αφετέρου στο να περιορισθεί το κοινώς παραδεκτό και γνωστό φαινόμενο της εκπόρνευσης των γυναικών που έφθαναν στην Κύπρο, με αυτή την ιδιότητα.

Κατά τη δεκαετία του 1990, παρατηρήθηκε βελτίωση στην εφαρμογή των κριτηρίων και της πολιτικής που ακολουθείτο, όχι, όμως, βελτίωση και στην ουσία του προβλήματος, που ήταν και εξακολουθεί να είναι η σεξουαλική εκμετάλλευση, εμπορία και διακίνηση γυναικών υπό καθεστώς σύγχρονης δουλείας.


Αναφορικά με τις συνθήκες διαβίωσης και τις συνθήκες εργασίας των καλλιτέχνιδων η έκθεση σημειώνει μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα:


    «Η πλειοψηφία των γυναικών που έρχονται σήμερα με την ιδιότητα της καλλιτέχνιδας προέρχονται από φτωχά στρώματα πρώην σοσιαλιστικών χωρών……Συνήθως είναι ενήμερες ότι θα είναι υποχρεωμένες να εκπορνεύονται. Δεν γνωρίζουν, όμως, πάντα, τις συνθήκες δουλείας κάτω από τις οποίες θα ασκήσουν αυτό το επάγγελμα. Υπάρχουν και περιπτώσεις γυναικών που έρχονται στην Κύπρο με την εντύπωση ότι θα εργασθούν ως σερβιτόρες ή χορεύτριες και ότι απλώς θα πίνουν ποτά με τους πελάτες (consomation). Αυτές εξαναγκάζονται με απειλές ή με βία να συμμορφωθούν με τους πραγματικούς όρους της εργασίας τους.

    Οι γυναίκες που δεν ενδίδουν τελικά στις πιέσεις εξαναγκάζονται από τους εργοδότες τους να παρουσιασθούν στα Επαρχιακά Κλιμάκια της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης για να δηλώσουν ότι θέλουν να διακόψουν το συμβόλαιό τους και να φύγουν από την Κύπρο για προσχηματικούς λόγους……………..

    Οι καλλιτέχνιδες, από τη στιγμή εισόδου τους στην Κύπρο μέχρι και την αναχώρησή τους βρίσκονται υπό συνεχή παρακολούθηση και φρούρηση από την εργοδοτική πλευρά. Μετά το πέρας της εργασίας τους δεν τους επιτρέπεται να πάνε όπου θέλουν. Υπάρχουν σοβαρές καταγγελίες ακόμη και για περιπτώσεις καλλιτέχνιδων που τις κλειδώνουν στους χώρους διαμονής τους. Επιπρόσθετα τα διαβατήρια και άλλα προσωπικά τους έγγραφα κατακρατούνται από τους εργοδότες ή τους καλλιτεχνικούς πράκτορες. Οι ανυπάκουες τιμωρούνται με χρήση βίας ή με την επιβολή προστίμου που συνήθως συνίσταται στην αποκοπή των ποσοστών που δικαιούνται από τα ποτά, το consomation ή τον αγοραίο έρωτα. Τα ποσά αυτά δεν συμπεριλαμβάνονται βεβαίως στα συμβόλαια που υπογράφουν.»



Στην έκθεση του αμερικανικού Υπουργείου Εξωτερικών το 2008 σχετικά με τις προσπάθειες των κυβερνήσεων για την καταπολέμηση της εμπορίας προσώπων (trafficking) σημειώνεται πως η Κύπρος αποτελεί πρωτίστως χώρα προορισμού (αλλά και χώρα μετάβασης) για μεγάλο αριθμό γυναικών που διακινούνται παράνομα από δουλεμπόρους, με σκοπό τη σεξουαλική εκμετάλλευση.

Η Κύπρος είναι χώρα προορισμού γυναικών που υποβάλλονται σε εμπορία, ειδικά στην καταναγκαστική πορνεία και επίσης, είναι χώρα προορισμού γυναικών και ανδρών που υποβάλλονται σε αναγκαστική εργασία σύμφωνα με πρόσφατη παγκόσμια έκθεση των ΗΠΑ. Οι γυναίκες που αναγνωρίστηκαν ως θύματα εμπορίας σεξουαλικής εκμετάλλευσης στην Κύπρο προέρχονται κυρίως από χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και της Ασίας. Η διακίνηση για σκοπούς σεξουαλικής εκμετάλλευσης πραγματοποιείται από την κυπριακή βιομηχανία του σεξ όπως καμπαρέ, μπαρ, αίθουσες μασάζ κλπ .

Στις ιδιαίτερα ευάλωτες ομάδες για αναγκαστική εργασία, υπό μορφή σύγχρονης δουλείας, περιλαμβάνονται οικιακές βοηθοί, αιτητές ασύλου και αλλοδαποί μετανάστες που εργάζονται στο γεωργικό τομέα.

Νομοθετικό πλαίσιο

Η Κύπρος έχει υπογράψει και κυρώσει, με νόμο, όλες τις διεθνείς και ευρωπαϊκές συμβάσεις που αφορούν σε θέματα πορνείας ή σωματεμπορίας και άλλες συναφείς παράνομες δραστηριότητες.

Η νομοθεσία ολοένα εκσυγχρονίζεται και εναρμονίζεται με το Ευρωπαϊκό Κεκτημένο και γενικότερα με τις διεθνείς υποχρεώσεις της Δημοκρατίας κατά τρόπο που να καλύπτει και να αντιμετωπίζει τις νέες μορφές με τις οποίες εμφανίζεται σήμερα το φαινόμενο της οργανωμένης σεξουαλικής εκμετάλλευσης και της εμπορίας ανθρώπων.

Στις 13.07.2007 τέθηκε σε ισχύ ο περί της Καταπολέμησης της Εμπορίας και της Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας των Θυμάτων Νόμος του 2007 (Ν.87(I) /2007), ο οποίος αντικατέστησε τον αντίστοιχο Νόμο3(Ι)/2000.

Σκοπός του Νόμου είναι η ποινικοποίηση της εμπορίας προσώπων, της εκμετάλλευσης ενηλίκων και ανηλίκων στην εργασία, της σεξουαλικής εκμετάλλευσης ενηλίκων προσώπων, της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών και της παιδικής πορνογραφίας καθώς και η λήψη μέτρων προστασίας και στήριξης των θυμάτων και η δημιουργία μηχανισμού ελέγχου και εφαρμογής των εν λόγω μέτρων.

Σύμφωνα με τις ερμηνευτικές διατάξεις του Άρθρου 2 του Νόμου:

Το «θύμα» καθορίζεται ως το πρόσωπο που υπέστη ζημιά συμπεριλαμβανομένης, σωματικής και ψυχικής βλάβης ή οικονομικής απώλειας που προκαλείται απευθείας από τη διάπραξη των αδικημάτων που προβλέπονται στο Νόμο.

Το ποινικό αδίκημα της εμπορίας προσώπων ορίζεται στο Νόμο ως κακούργημα και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δέκα πέντε έτη σε περίπτωση εμπορίας ενήλικων . Η εμπορία παιδιών τιμωρείται με φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα είκοσι έτη.

Η εμπορία μπορεί να διερευνηθεί από τις αρμόδιες διωκτικές αρχές και αυτεπάγγελτα. Η διεξαγωγή ανακρίσεων και η άσκηση ποινικής δίωξης δεν εξαρτώνται από καταγγελία εκ μέρους του θύματος.

Το αδίκημα της “σεξουαλικής εκμετάλλευσης ανηλίκου”, με την έννοια της παρότρυνσης ή εξαναγκασμού ανηλίκου να συμμετάσχει σε σεξουαλική δραστηριότητα, τιμωρείται, σύμφωνα με το άρθρο 10 του Νόμου, με φυλάκιση μέχρι 20 χρόνια.

Η μέγιστη ποινή φυλάκισης των είκοσι χρόνων, που προβλέπεται στο Νόμο, αν και αποβλέπει, κατά κύριο λόγο, στην πάταξη της οργανωμένης σεξουαλικής εκμετάλλευσης και εμπορίας παιδιών στοχεύει, ταυτόχρονα, και στην αυστηρότερη αντιμετώπιση μεμονωμένων περιπτώσεων σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκων.

Για τα αδικήματα που προβλέπονται στο Νόμο δεν αποτελεί υπεράσπιση για τον κατηγορούμενο το γεγονός ότι αυτός δεν γνώριζε ή δεν πίστευε ότι το θύμα του αδικήματος ήταν παιδί. Ούτε και συνιστά υπεράσπιση το γεγονός ότι το θύμα συγκατατίθεται στην παράνομη πράξη που συνιστά το αδίκημα ή ότι λαμβάνει οποιαδήποτε χρηματική ή άλλη αμοιβή για αυτήν.

Με το Νόμο εισάγεται, για πρώτη φορά στη χώρα μας, το αναγκαίο νομικό πλαίσιο για την παροχή αρωγής, προστασίας, στήριξης και μέριμνας των θυμάτων εμπορίας και εκμετάλλευσης προσώπων.

Η Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη Δράση κατά της Εμπορίας Προσώπων, κυρώθηκε με το Νόμο του 2007 (Αρ. 38(ΙΙΙ)/2007), και αρμόδια ομάδα GRETA του Συμβουλίου της Ευρώπης ανέλαβε την πρώτη Έκθεση αξιολόγησης της εφαρμογής της Σύμβασης αυτής στην Κύπρο.

Το 2009 έγινε επίσης αναθεώρηση της πολιτικής που διέπει την είσοδο και απασχόληση αλλοδαπών καλλιτέχνιδων στη Δημοκρατία αλλά και αναθεώρηση της πολιτικής για την απασχόληση αλλοδαπών οικιακών βοηθών, με στόχο τη διασφάλιση και προστασία των δικαιωμάτων των προσώπων αυτών και την ενδυνάμωσή τους απέναντι στην απειλή της εμπορίας προσώπων.





Τι χρειάζεται να γίνει περαιτέρω

Παρόλο που η νομοθεσία που έχει θεσπιστεί και ήδη εφαρμοστεί είναι πολύ λεπτομερής στις πρόνοιές της και καλύπτει πολλές από τις παραμέτρους του προβλήματος και παρά την πρόοδο και τα μέτρα που έχουν ληφθεί για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων στη χώρα μας , το πρόβλημα εξακολουθεί να υφίσταται , οι περιπτώσεις θυμάτων αυξάνονται και στην πρακτική εφαρμογή της νομοθεσίας, υπάρχουν ακόμα πολλά προβλήματα .

Στην παγκόσμια έκθεση του 2010, το Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ κατέταξε την Κύπρο στη δεύτερη βαθμίδα (Tier 2) αναφέροντας ότι η Κύπρος έχει κάνει κάποια πρόοδο στην καταπολέμηση της εμπορίας προσώπων και την εφαρμογή του νόμου, καταδικάζοντας μεγαλύτερο αριθμό εμπόρων κατά τη διάρκεια του 2009, ωστόσο, γενικά οι ποινές των αδικημάτων που συνδέονται με την εμπορία παραμένουν ανεπαρκείς. Παρά το γεγονός ότι οι ποινές της διακίνησης για σκοπούς σεξουαλικής εκμετάλλευσης που προβλέπονται στον αναθεωρημένο Νόμο φθάνουν μέχρι και 20 χρόνια φυλάκισης, δεν είναι ανάλογες με τις ποινές που προβλέπονται για παρόμοιας φύσης σοβαρά εγκλήματα, όπως για παράδειγμα ο βιασμός, για τον οποίο η μέγιστη ποινή είναι η δια βίου φυλάκιση.

Στην ίδια έκθεση, για το 2011, η Κύπρος τέθηκε και πάλι πίσω στον κατάλογο των, υπό παρακολούθηση, χωρών, με το σκεπτικό ότι η κυβέρνηση δεν κάνει αρκετά για να σταματήσει την εκτεταμένη εμπορία προσώπων που γίνεται, απέτυχε να εξουδετερώσει διεφθαρμένους κυβερνητικούς υπαλλήλους και αξιωματούχους και τα μέτρα αναγνώρισης και προστασίας των θυμάτων, που παίρνει το κράτος, είναι ανεπαρκή.

Πρόβλημα στην αντιμετώπιση της εμπορίας προσώπων αποτελεί και ο μικρός σχετικά, αριθμός καταδικών που επιτυγχάνεται.

Η χώρα μας καταδικάστηκε πρόσφατα και από το ΕΔΑΔ (απόφαση της 7ης Ιανουαρίου 2010) στην υπόθεση που αφορούσε προσφυγή του πατέρα της 20 χρόνης Ρωσίδας χορεύτριας Ράντσεβα για τον ανεξήγητο θάνατο της, το 2001 στην Κύπρο. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αποφάσισε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 4 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης (απαγόρευση της δουλείας και της αναγκαστικής εργασίας). Το Δικαστήριο τόνισε την υποχρέωση των κρατών μελών να διερευνούν τους ισχυρισμούς της εμπορίας ανθρώπων και να εφαρμόζουν μέτρα για την πρόληψη και την προστασία από την εμπορία ανθρώπων.

Επιτακτική είναι επομένως η ανάγκη για συνεχή επαγρύπνηση όλων των αρμόδιων φορέων για την παρακολούθηση του φαινομένου της εμπορίας ανθρώπων και την αναπροσαρμογή των μηχανισμών και των διαδικασιών για την αποτελεσματικότερη εφαρμογή του εθνικού νομοθετικού πλαισίου. Ένας ανενεργός νόμος ισοδυναμεί ουσιαστικά με ένα ανενεργό κράτος και μια ανενεργή κοινωνία.

Η σεξουαλική κακοποίηση των γυναικών βρίσκει συχνά καταφύγιο στη σιωπή, επειδή τα θύματα αισθάνονται ντροπή, ενοχή και φόβο. Η σεξουαλική βία στην οικογένεια συνδέεται με έντονη κοινωνική ενοχή, με αποτέλεσμα να εντοπίζεται πολύ δύσκολα. Τα κακοποιημένα παιδιά δεν παραπονούνται, από φόβο μήπως κατηγορηθούν τα ίδια για ότι έχει συμβεί, επειδή νομίζουν πως δεν θα τα πιστέψουν ή γιατί αγαπούν το άτομο που τα κακοποιεί.

Χρειάζονται επομένως προσεκτικοί και εξειδικευμένοι χειρισμοί από πλευράς των αρμοδίων υπηρεσιών με σκοπό την αναγνώριση των θυμάτων και την εξασφάλιση της συνεργασίας τους με σκοπό την καταδίκη των ενόχων.

Παράλληλα όμως χρειάζεται και αλλαγή νοοτροπίας και κοινωνικών αντιλήψεων απέναντι στη σεξουαλική βία και το σεξουαλικό έγκλημα έτσι ώστε το θύμα να πάψει να ενοχοποιείται. Ενδεχόμενα να χρειάζεται και ποινικοποίηση της «αγοράς» σεξουαλικών υπηρεσιών από θύματα εμπορίας, όπως σημειώνεται και στην αιτιολογική έκθεση της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναφορικά με την πρόσφατη Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την Πρόληψη και την Καταπολέμηση της Εμπορίας Ανθρώπων καθώς και για την Προστασία των Θυμάτων, με την οποία καταργείται η απόφαση–πλαίσιο 2002/629/ΔΕΥ.

Αναμφίβολα η σεξουαλική εκμετάλλευση γυναικών αποτελεί ένα κοινωνικό φαινόμενο του οποίου οι ρίζες πρέπει κυρίως να αναζητηθούν στις σχέσεις μεταξύ ανδρών και γυναικών, στα κοινωνικά πρότυπα της γυναικείας και αντρικής συμπεριφοράς καθώς και σε πλήθος άλλων κακώς εδραιωμένων αντιλήψεων που αφορούν στους ρόλους των δύο φύλων, που συντηρούνται και διαιωνίζονται μέχρι σήμερα μέσα στην οικογένεια, στη σχολική τάξη και στην κοινωνία ευρύτερα.

Η απαλλαγή από προκαταλήψεις, από την πατριαρχία και το σεξισμό αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την κατανόηση του προβλήματος και τη μή αποσιώπηση του, έτσι ώστε να διασφαλίζεται ο αποτελεσματικότερος έλεγχος και η καλύτερη εφαρμογή της νομοθεσίας.

Ανάλογης μεταχείρισης, με την εμπορία προσώπων με σκοπό τη σεξουαλική εκμετάλλευση, πρέπει να τύχει και η εμπορία προσώπων με σκοπό την οικονομική εκμετάλλευση, που παρουσιάζει ολοένα και περισσότερο ανησυχητικές διαστάσεις.

Η διαδικασία μεταφοράς και διακίνησης από τη χώρα προέλευσης στη χώρα προορισμού των θυμάτων, από τους εκμεταλλευτές, εγείρει ζητήματα παραβιάσεων των εθνικών νομοθεσιών περί εισόδου αλλοδαπών στην εθνική επικράτεια με αποτέλεσμα, φαινομενικά, η όλη διαδικασία διακίνησης να προσομοιάζει με παράνομη μεταφορά λαθρομεταναστών. Η φαινομενική ωστόσο παράνομη μεταφορά λαθρομεταναστών μπορεί να μετατραπεί, κατά τη διάρκεια της, σε εμπορία προσώπων όταν το παράνομα εισελθόν, στη χώρα υποδοχής, άτομο οφείλει να πληρώσει το διακινητή του για την παράνομη μεταφορά και για το λόγο αυτό υφίσταται απάνθρωπη εκμετάλλευση, μέσω της καταναγκαστικής εργασίας. Η λήψη μέτρων προστασίας και στήριξης των θυμάτων τέτοιων καταστάσεων, συμπεριλαμβανομένων προγραμμάτων που αφορούν στην παροχή ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης ,ασφαλούς στέγασης και κάλυψης των αναγκών τους καθώς και ψυχολογικής υποστήριξης, είναι ιδιαίτερα αναγκαία για κάθε πολιτεία που σέβεται την ανθρώπινη ύπαρξη και αξιοπρέπεια.

Η διασυνοριακή φύση του πολυδιάστατου αυτού εγκλήματος της εμπορίας προσώπων επιβάλλει την ανάπτυξη συντονισμένων ενεργειών, τόσο σε περιφερειακό όσο και σε διεθνές επίπεδο ώστε να ενδυναμωθεί η συνεργασία μεταξύ των χωρών προέλευσης, διαμετακόμισης και προορισμού του εμπορίου ανθρώπων.

Η συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων υπηρεσιών, τόσο σε κρατικό όσο και σε διακρατικό επίπεδο είναι απόλυτα αναγκαία στη δίωξη των δραστών, στην ταυτοποίηση και προστασία των μαρτύρων, στη διαφύλαξη των αποδεικτικών στοιχείων, στην εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων, στην εφαρμογή των συμβάσεων έκδοσης και απέλασης των δραστών και στην κατάσχεση των περιουσιακών τους στοιχείων.

Η επιτυχία στην αντιμετώπιση του φαινομένου της εμπορίας ανθρώπων εξαρτάται και από το βαθμό που όλες οι χώρες δεσμεύονται ειλικρινά και έντιμα να συνεργαστούν και να δράσουν για την καταπολέμηση του trafficking και την εξάρθρωση των διάφορων μορφών του διεθνούς κυκλώματος εμπορίας ανθρώπων. Μεγάλης σημασίας είναι και η εξόντωση τυχόν διαφθοράς στους κύκλους των αρμοδίων κυβερνητικών και άλλων υπαλλήλων, εφόσον αυτό θα έχει άμεσα θετικά αποτελέσματα στην πάταξη του εγκλήματος. Συναφώς σημειώνεται ότι πρόσφατα υπήρξε σύλληψη και ποινική δίωξη αξιωματικού της Αστυνομίας που κατ΄ ισχυρισμό εμπλέκεται σε κύκλωμα πορνείας στη Λευκωσία.

Η νέα ευρωπαϊκή οδηγία, η οποία υιοθετήθηκε το τέλος Μαρτίου 2010, από όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης καλύπτει την πρόληψη, την προστασία των θυμάτων, τη δίωξη δραστών και αναφέρεται με σαφήνεια στα ανθρώπινα δικαιώματα και στην ανάγκη για συνεργασίες και διάλογο καθώς και στη σημασία του να λαμβάνεται υπόψη και η διάσταση του φύλου.

Καλεί όλα τα κράτη μέλη να αναλάβουν τις ευθύνες τους καθώς, τέτοιας φύσεως αδικήματα, προσβάλλουν βάναυσα και χυδαία την προσωπικότητα του θύματος και, σε περιπτώσεις που το θύμα είναι παιδί, πλήττουν μια από τις υψηλότερες, κοινωνικές και ηθικές αξίες, την παιδική αθωότητα.

Ο σεβασμός και η προστασία της αξιοπρέπειας του ανθρώπου αποτελεί πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας και αναπόσπαστο μέρος της ορθής λειτουργίας κάθε συστήματος απονομής της δικαιοσύνης. Τα κράτη πρέπει να λαμβάνουν προληπτικά και κατασταλτικά μέτρα για την αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος καθώς έχουν θετική υποχρέωση να προστατεύουν τους ανθρώπους εντός της δικαιοδοσίας τους. Τα μέτρα αυτά, όμως, πρέπει να λαμβάνονται εντός του πλαισίου των αρχών της νομιμότητας και της αναλογικότητας ώστε να παρέχονται αποτελεσματικές εγγυήσεις κατά της αυθαίρετης δίωξης, καταδίκης και τιμωρίας.

Επίλογος

Ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και η προστασία των θεμελιωδών ελευθεριών αποτελούν βασικές υποχρεώσεις και στόχους ενός ευνομούμενου κράτους. Η πρόκληση για την παρούσα γενιά είναι να βεβαιωθεί ότι η κληρονομιά που θα αφήσει στην επόμενη γενιά, στον τομέα αυτό, θα αποτελεί σημαντικό βήμα στην πραγμάτωση του υψηλού στόχου της προστασίας της ύπαρξης και της αξιοπρέπειας του ανθρώπου.

Συμπερασματικά μπορεί να λεχθεί ότι επαρκές νομοθετικό πλαίσιο υπάρχει στην Κύπρο. Εκείνο που χρειάζεται είναι η πάταξη της διαφθοράς στην Αστυνομία-Διωχτικές Αρχές και οπουδήποτε αλλού υπάρχει και η αλλαγή της νοοτροπίας της κοινωνίας μας ώστε οι «καλλιτέχνιδες» που έρχονται στην Κύπρο για να εργασθούν να αντιμετωπίζονται ως ανθρώπινα όντα και όχι απλά ως σκεύη σεξουαλικής ικανοποίησης και άψυχα αντικείμενα εκμετάλλευσης και, αντίστοιχα, οι οικονομικοί μετανάστες να αντιμετωπίζονται επίσης με σεβασμό και αξιοπρέπεια.


Πίσω στην προηγούμενη σελίδα

Back To Top